- προκυρόω
- προκυρόω pf. pass. ptc. προκεκυρωμένος make valid/ ratify in advance (SEG III, 674A, 28 [II B.C.]) διαθήκη προκεκυρωμένη ὑπὸ τοῦ θεοῦ a will or covenant (διαθήκη 1) previously ratified by God Gal 3:17.—New Docs 4, 171. DELG s.v. κύριος. M-M. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.